- αυαλέος
- αὐαλέος, -α, -ον (Α)1. ξερός, στεγνός2. μαραμένος, ηλιοκαμένος3. (για τα μάτια) άυπνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα -αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐαλέος — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέα — αὐαλέος dry neut nom/voc/acc pl αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc/acc dual αὐαλέᾱ , αὐαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέαι — αὐαλέος dry fem nom/voc pl αὐαλέᾱͅ , αὐαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέον — αὐαλέος dry masc acc sg αὐαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέων — αὐαλέος dry fem gen pl αὐαλέος dry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέαις — αὐαλέος dry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέη — αὐαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέην — αὐαλέος dry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέης — αὐαλέος dry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐαλέοι — αὐαλέος dry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)